Η Εφορία δεν έχει δικαίωμα να ελέγξει τραπεζικές καταθέσεις του έτους 2013 και προγενέστερα, μετά και τη νέα απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, η οποία ορίζει αυστηρά την περίοδο της παραγραφής στην πενταετία ακόμη και αν από τους τραπεζικούς λογαριασμούς προκύπτει μεγάλη φοροδιαφυγή.
Το Β΄’ τμήμα του ΣτΕ με την υπ. αριθμ. 271/2020 απόφασή του, ακύρωσε απόφαση (4668/2017) του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, το οποίο είχε κάνει αποδεκτό τον ισχυρισμό της Εφορίας ότι οι κινήσεις των τραπεζικών λογαριασμών αποτελούν «συμπληρωματικά στοιχεία» του φορολογικού ελέγχου και άρα ορθώς επεκτάθηκε στη δεκαετία η περίοδος της παραγραφής.
Όμως το ΣτΕ, επικαλούμενο και παλαιότερες αποφάσεις ξεκαθάρισε για μια ακόμη φορά, ότι οι τραπεζικοί λογαριασμοί σε εγχώρια τραπεζικά ιδρύματα δεν αποτελούν «συμπληρωματικά στοιχεία», αλλά πρόκειται για δεδομένα τα οποία είναι στη διάθεση των φορολογικών αρχών, οι οποίες θα μπορούσαν να τα ελέγξουν εντός της πενταετίας.
«Συμπληρωματικά» είναι τα στοιχεία εκείνα, τα οποία δεν ήταν δυνατόν να είναι σε γνώση των φορολογικών αρχών και προκύπτουν εκ των υστέρων όπως είναι π.χ. πλαστά και εικονικά τιμολόγια, διπλά βιβλία, αλλά όχι οι τραπεζικές καταθέσεις, οι οποίες είναι στη διάθεση των φορολογικών αρχών ανά πάσα στιγμή.
Στο πλαίσιο αυτό, ο φορολογούμενος που προσέφυγε δικαιώθηκε.
Το Ειδικό Λογισμικό
Σημειώνεται πως ο έλεγχος των καταθέσεων γίνεται εύκολα με μια εφαρμογή που έχει δημιουργήσει η ΑΑΔΕ.
Πρόκειται για το «Ειδικό Λογισμικό Ελέγχου Προσαύξησης Περιουσίας», το οποίο χρησιμοποιείται από τον Μάιο του 2017 για τον προσδιορισμό της συνολικής καθαρής ατομικής/οικογενειακής τραπεζικής περιουσίας για κάθε ΑΦΜ και τη σύγκρισή της με τα δηλωθέντα ατομικά/οικογενειακά εισοδήματα κατ’ έτος, έτσι ώστε εξάγεται εκτίμηση αποκρυβείσας ή μη φορολογητέας ύλης.
Το σύστημα εντοπίζει και επεξεργάζεται μόνο τα στοιχεία πρωτογενών καταθέσεων, δηλαδή των ποσών που εμφανίζονται για πρώτη φορά κατατεθειμένα στους τραπεζικούς λογαριασμούς κάθε ελεγχόμενου, καθώς έχει τη δυνατότητα να εξαιρεί από τα προς διασταύρωση στοιχεία μεταφορές κεφαλαίων από λογαριασμό σε λογαριασμό του ιδίου προσώπου, δάνεια και αντιλογισμούς.
Μέσω αυτοματοποιημένων λογιστικών αλγορίθμων, το σύστημα μπορεί να συσχετίζει τα στοιχεία των πρωτογενών καταθέσεων με τα δηλωθέντα εισοδήματα μέσα σε λίγη ώρα, οδηγώντας σε κάποιες πρώτες ενδείξεις πιθανής φοροδιαφυγής.
Γλιτώνουν οι λογαριασμοί μέχρι το 2013
Πάντως με την νέα απόφαση του ΣτΕ, γλιτώνουν τον έλεγχο της εφορίας οι φορολογούμενοι, για τις κινήσεις των τραπεζικών τους λογαριασμών, μέχρι και το έτος 2013 και πριν.
Οι φορολογικές υποθέσεις της χρήσης 2013 (φορολογίας εισοδήματος και ΦΠΑ), για τις οποίες έχουν υποβληθεί αρχικές εμπρόθεσμες δηλώσεις ή για τις οποίες έχουν υποβληθεί αρχικές εκπρόθεσμες δηλώσεις το αργότερο μέχρι τις 31-12-2018, παραγράφηκαν. Οι συγκεκριμένες υποθέσεις υπάγονται στον κανόνα της 5ετούς παραγραφής.
Στην ουσία η παραγραφή είναι 5+1 έτη, δεδομένου ότι η πενταετής προθεσμία αρχίζει να μετράει, ένα έτος μετά από την εν λόγω φορολογική χρήση.
Δηλαδή, για τη χρήση του 2013, η φορολογική δήλωση έπρεπε να υποβληθεί μέχρι 31 Δεκεμβρίου 2014 και η προθεσμία που έχουν οι φορολογικές αρχές για τη διενέργεια ελέγχου ξεκίνησε να «τρέχει» από την 1-1-2015 και εξέπνευσε στις 31 Δεκεμβρίου 2019.
Όποιος φορολογούμενος δεν ελέγχθηκε για τη χρήση του 2013 μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2019, δεν θα μπορεί να ελεγχθεί από την 1η-1-2020 και μετά ακόμα και αν εντοπιστούν στους τραπεζικούς του λογαριασμού αδήλωτα εκατομμύρια ευρώ.
πηγή: sofokleousin.gr